ΟΣΟ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΜΑΣ ΘΥΜΑΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ

Γέροντος Παϊσίου

Ο άνθρωπος, όταν δεν καλλιεργήση το πνεύμα της θυσίας, σκέφτεται μόνον τον εαυτό του και θέλει όλοι να θυσιάζωνται γι’ αυτόν. Αλλα όποιος σκέφτεται μόνον τον εαυτό του, αυτός απομονώνεται και από τους ανθρώπους, απομονώνεται και από τόν Θεό - διπλή απομόνωση -, οπότε δεν δέχεται θεία Χάρη.

Αυτός είναι άχρηστος άνθρωπος. Και να δήτε, αυτόν που σκέφτεται συνέχεια τον εαυτό του, τις δυσκολίες του κ.λπ., και ανθρωπίνως κανείς δεν θα του συμπαρασταθη σε μιά ανάγκη. Καλά, θεϊκή συμπαράσταση δεν θα έχη, αλλά δεν θα έχη και ανθρώπινη. Μετά θα προσπαθή από εδώ-από εκεί να βοηθηθή. Θα βασανίζεται δηλαδή, για να βοηθηθή από ανθρώπους, αλλα βοήθεια δεν θα βρίσκη.  
 
Αντίθετα, όποιος δέν σκέφτεται τόν εαυτό του, αλλά σκέφτεται συνέχεια τους άλλους, μέ τήν καλή έννοια, αυτόν τόν σκέφτεται συνέχεια ό Θεός, καί μετά τόν σκέφτονται καί οί άλλοι. Όσο ξεχνάει τόν εαυτό του, τόσο τόν θυμάται ό Θεός. Νά, μιά ψυχή φιλότιμη μέσα σέ ένα Κοινόβιο θυσιάζεται, δίνεται κ.λπ. Αυτό, νομίζετε, δέν έχει πέσει στην αντίληψη τών άλλων; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθούν οί άλλοι αυτήν τήν ψυχή πού δίνεται ολόκληρη καί δέν σκέφτεται τόν εαυτό της; Μπορεί νά μήν τήν σκεφθή ό Θεός; Μεγάλη υπόθεση! Έδώ βλέπει κανείς τήν ευλογία του Θεού, πώς εργάζεται ό Θεός.
 
Στις δυσκολίες δίνει εξετάσεις ό άνθρωπος. Έκεί φαίνεται αν έχη πραγματική αγάπη, θυσία. Καί όταν λέμε ότι ένας έχει θυσία, εννοούμε ότι τήν ώρα του κινδύνου δέν υπολογίζει τόν εαυτό του καί σκέφτεται τους άλλους. Βλέπεις, καί ή παροιμία λέει «ό καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται». Θεός φυλάξοι, άν λ.χ. τώρα έπεφταν βόμβες, θά φαινόταν ποιος σκέφτεται τόν άλλον καί ποιος σκέφτεται τόν εαυτό του. Όποιος όμως έχει μάθει νά σκέφτεται μόνον τόν εαυτό του, σέ μιά δυσκολία πάλι τόν εαυτό του θά σκέφτεται, καί ό Θεός δέν θά τόν σκέφτεται αυτόν τόν άνθρωπο. Όταν από τώρα δέν σκέφτεται κανείς τόν εαυτό του άλλα σκέφτεται τους άλλους, και στον κίνδυνο τους άλλους Θά σκεφθη. Τότε ξεκαθαρίζουν ποιοι έχουν πραγματικά θυσία και ποιοί είναι φίλαυτοι.
 
Άν δεν άρχίση κανείς νά κάνη από τώρα καμμιά θυσία, νά θυσιάση μιά επιθυμία, έναν εγωισμό, πώς θά φθάση νά θυσιάση την ζωή του σε μιά δύσκολη στιγμή; "Αν τώρα σκέφτεται τόν κόπο και κοιτάη νά μήν κοπιάση λίγο παραπάνω άπό έναν άλλο σε μιά δουλειά, πώς θά φθάση στην κατάσταση νά τρέχη νά σκοτωθή αυτός, γιά νά μή σκοτωθή ό άλλος; Άν τώρα γιά μικρά πράγματα σκέφτεται τόν εαυτό του, τότε πού θά κινδυνεύη ή ζωή του, πώς θά σκεφθη τόν άλλον; Τότε θά είναι πιο δύσκολα. Αν έρθουν δύσκολα χρόνια και εχη λ.χ. ό διπλανός του πυρετό και τόν δη νά πέση στον δρόμο, θά τόν άφήση καί θά φύγη. Θά πή: «Νά πάω νά ξαπλώσω, μήν πέσω καί εγώ».
 
Στον πόλεμο παλεύει ή ζωή ή δική σου με τήν ζωή τοΰ άλλου. Λεβεντιά είναι νά τρέχη ό ένας νά γλυτώση τόν άλλον. Όταν δεν ύπάρχη θυσία, ό καθένας πάει νά γλυτώση τόν εαυτό του. Καί είναι παρατηρημένο· όποιος πάει στον πόλεμο νά ξεφύγη, τόν βρίσκει εκεί ή οβίδα. Πάει δήθεν νά γλυτώση καί σπάζει τά μούτρα του. Γι' αυτό νά μήν κοιτάζη κανείς νά ξεφύγη, καί ιδίως όταν αυτό είναι εις βάρος τών άλλων. Θυμάμαι ένα περιστατικό άπό τόν Αλβανικό πόλεμο.
 
Ένας στρατιώτης είχε μιά πλάκα, γιά νά προστατεύη το κεφάλι του. Έν τω μεταξύ χρειάσθηκε νά πάη λίγο πιο πέρα καί τήν ακούμπησε κάτω. Πάει αμέσως ό διπλανός του καί τήν παίρνει. Σού λέει: «Ευκαιρία είναι, θά τήν πάρω εγώ τώρα». Τήν ίδια στιγμή, τάκ, πέφτει ό όλμος επάνω του, τόν διέλυσε. Αυτός έβλεπε τά πυρά πού έπεφταν καί πήρε τήν πλάκα, γιά νά γλυτώση· δεν υπολόγισε τόν άλλον πού θά γύριζε πάλι. Σκέφθηκε μόνον τόν εαυτό του καί δικαιολόγησε κάπως καί τήν πράξη του: «Αφού πήγε λίγο πιο πέρα ό άλλος, μπορώ νά τήν πάρω τήν πλάκα». Ναί, έφυγε, άλλα ή πλάκα ήταν δική του. Ένας άλλος, όσο συνεχιζόταν ό πόλεμος, προσπαθούσε να γλυτώση. Κανέναν δεν υπολόγιζε.
 
Οί άλλοι βοηθούσαν, αυτός καθόταν στο σπίτι του. Κοίταζε μέχρι την τελευταία ώρα πού δυσκόλεψαν τα πράγματα να ξεφύγη. Αργότερα, όταν είχαν έρθει οί Άγγλοι, πήγε στο στρατόπεδο, παρουσιάσθηκε στον Ζέρβα καί, επειδή είχε και αμερικανική υπη- κοότητα, βρήκε ευκαιρία καί έφυγε γιά τήν Αμερική. Μόλις όμως έφθασε εκεί, πέθανε! Ή γυναίκα του ή καημένη έλεγε: «Πήγε να ξεφύγη από τον Θεό!». Αυτός πέθανε, ενώ άλλοι πού πήγαν καί στον πόλεμο έζησαν.
 
Πηγή: Λόγοι Γέροντος Παϊσίου