Τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας εἶναι ἀναμφισβήτητα τὸ βάπτισμά μας. Τὴν ἡμέρα ποὺ βαπτισθήκαμε ἀρνηθήκαμε τὸ διάβολο, τὰ ἔργα του, τὴ λατρεία του, τὸ σκοτάδι του καὶ ἑνωθήκαμε μὲ τὸν Χριστό· μπολιαστήκαμε στὸ Πανάγιο Σῶμα Του, τὴν ἐκκλησία. Μὲ ἄλλα λόγια γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ- Πατέρα, μέλη τῆς δικῆς Του οἰκογένειας. Καὶ ξεκινήσαμε μία πνευματικὴ πορεία, ποὺ σκοπὸ ἔχει τὴν τελείωσή μας, τὴν θέωσή μας. Ἡ πνευματικὴ ὅμως αὐτὴ πορεία, πολλὲς φορὲς διακόπτεται ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας καὶ τὴν ἁμαρτία. Ξεχνᾶμε τὶς δωρεὲς καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, λησμονοῦμε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε στὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ ξαναγυρνᾶμε στὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεός, γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία μας, μᾶς προσφέρει τὴν δυνατότητα νὰ ἐπιστρέψουμε πάλι κοντά Του, νὰ διορθώσουμε τὴν πορεία μας, νὰ γιατρέψουμε τὶς πληγές μας. Καὶ αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Ἁμαρτία δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνον ἡ παράβαση κάποιων νόμων, ἢ ἡ παράλειψη κάποιου καθήκοντος. Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ὁ Χριστὸς μᾶς δείχνει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι πολὺ βαθύτερο. Εἶναι μιὰ ἀνταρσία, μιὰ ἐπανάσταση, καὶ κατὰ συνέπεια, μιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ-Πατέρα καὶ τὴν ἐκκλησία Του.
Οἱ καρποὶ αὐτῆς τῆς ἀπομάκρυνσης εἶναι ἐξαιρετικὰ πικροί. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ σημαίνει θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἁμαρτία, σὲ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι κάθε ἐνέργεια αὐτοκαταστροφῆς. «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος».
Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα δεύτερο βάπτισμα, ἢ ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος. Δὲν εἶναι μιὰ τυπικὴ ἐξομολόγηση ποὺ κάνει κανεὶς πρὶν τὶς μεγάλες γιορτές, ἡ κάτω ἀπὸ σκληρὲς ψυχολογικὲς συνθῆκες. Ὅπως τὸ λέει ἡ λέξη, μετάνοια (μετανοῶ) σημαίνει τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ ζωῆς, τὴν ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας. Ἐὰν δὲν θελήσουμε νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἀλλάξουμε ζωή, τότε ἡ μετάνοιά μας δὲν εἶναι ἀληθινή.
Ἂν ἡ μετάνοια εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τοῦ μυστηρίου, τὸ δεύτερο μέρος εἶναι ἡ ἐξομολόγηση, δηλαδή, ἡ ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐξομολόγηση, μὲ ἁπλὰ λόγια, εἶναι τὸ ἄδειασμα τοῦ δηλητηρίου. Ὅταν πιεῖ κανεὶς δηλητήριο δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύση. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐξομολόγηση. Ἐκεῖ βγάζουμε τὸ δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Ξεγυμνώνουμε τὴν ψυχή μας, ἀποκαλύπτουμε τὶς πληγές μας, ὁμολογοῦμε τὴν ἀρρώστια μας, προσκομίζουμε τὸν προσωπικό μας πόνο.
Σὲ πολλὰ θέματα τῆς πίστης μας, παρόλο ποὺ λεγόμαστε Χριστιανοί, ἔχουμε μεγάλη ἄγνοια. Εἰδικὰ ὅμως στὸ θέμα τῆς μετάνοιας καὶ ἐξομολόγησης, ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἐπιπολαιότητα, βρίσκονται στὸν μεγαλύτερο βαθμό. Οἱ περισσότεροι προσερχόμαστε στὸ ἐξομολογητήριο ἐντελῶς ἀνέτοιμοι. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ μᾶς «ρωτήσει» αὐτός, σὰ νά ῾ναι ἡ ἐξομολόγηση ἀνακριτικὸ γραφεῖο. Ἢ προσερχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση γιὰ νὰ ποῦμε πόσο «καλοὶ» ἄνθρωποι εἴμαστε καὶ πόσες καλοσύνες ἔχουμε κάνει. Ἡ στάση αὐτὴ δείχνει πὼς δὲν ἔχουμε ἐπιχειρηθεῖ μιὰ μικρή, ἔστω, προετοιμασία καὶ γνήσια αὐτοκριτική. Ἂν θέλουμε νά ῾μαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας, δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχουμε κάνει μὲ κάποιο τρόπο. Μιὰ προσεκτικὴ καὶ εἰλικρινὴς ἐξέταση τῆς καρδιᾶς μας, θὰ μᾶς δείξει πὼς μέσα μας φωλιάζουν πλήθη παθῶν καὶ ἁμαρτιῶν.
Γιατὶ, βέβαια, ἡ πραγματικὴ ἁμαρτωλότητα δὲν εἶναι μόνον ἡ ἐξωτερικὴ συμπεριφορά, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση καὶ ἐμπάθεια.
Εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητο πρὶν προσέλθουμε στὸν πνευματικό, νὰ καθίσουμε σ᾿ ἕνα ἥσυχο μέρος, νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ στὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει ἀληθινὴ μετάνοια, νὰ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τῶν καρδιῶν μας καὶ νὰ κάνουμε μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν τίμια βυθοσκόπηση. Στὴν προσπάθειά μας αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσουν πολὺ μερικὰ κείμενα τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως ἡ ἀνάγνωση τῶν Δέκα Ἐντολῶν, τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνας καθρέπτης, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο.
Τὴν ἐξαγόρευσή μας μποροῦμε νὰ τὴν ὑποδιαιρέσουμε σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς:
α) Ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό
β) Ἡ σχέση μας μὲ τὸν πλησίον
Στὴν οἰκογένεια:
Στὸ ἐπάγγελμα:
γ) Ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια, ἂς γράψουμε σ᾿ ἕνα χαρτί, ὅ,τι συλλέξαμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρευνα καὶ ὕστερα ἂς προστρέξουμε στὸν πνευματικό.
Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς δὲν εἶναι χωρὶς ἐμπόδια. Ἐνῶ κατὰ βάθος μπορεῖ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἐπιστροφή μας, δὲν κάνουμε τὸ σωτήριο βῆμα. Ἀναβάλλουμε τὴν ἐξομολόγηση, προσπαθώντας μὲ διάφορες δικαιολογίες νὰ καθησυχάσουμε τὴ συνείδησή μας. Εἶναι συνηθισμένες οἱ δικαιολογίες: «Γιατί νὰ ἐξομολογηθῶ; Δὲν σκότωσα, δὲν ἔκλεψα...» ἢ «ἐγὼ τὰ λέω στὴν εἰκόνα...» κ.λπ. Ἄλλοι, πάλι, διστάζουμε ἀπὸ ντροπή, ἢ ἀπόγνωση. Ἄλλοι ζητοῦμε ἀπὸ τὸν ἱερέα νὰ μᾶς διαβάσει εὐχέλαιο ἢ μόνον τὴν συγχωρητικὴ εὐχή. Ὅμως μάταια προσπαθοῦμε νὰ καθησυχάσουμε τὴ συνείδησή μας. Δικαιολογίες μποροῦμε νὰ βροῦμε ἄπειρες. Ἡ καρδιά μας ὅμως μόνον μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια μπορεῖ νὰ ἀναπαυτεῖ.
Ὅταν εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ τὸ μεγάλο βῆμα, ἂς προστρέξουμε στὸν πνευματικό, ποὺ θὰ τὸν νιώσουμε σὰν πατέρα καὶ ἂς τοῦ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας. Γιὰ νά ῾ναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ἐξομολόγησή μας, πρέπει νὰ γίνει μὲ ταπείνωση, μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἀκρίβεια, χωρὶς ὑπερβολές. Ἂς ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι κατὰ τὴν ἱερὴ ὥρα τῆς ἐξομολόγησης:
α. Δὲν μεταφέρουμε εὐθύνες σὲ ἄλλους, δὲν ἀναφέρουμε ἄλλους, οὔτε ἐξομολογούμαστε τὰ ἁμαρτήματα ἄλλων. Ἀναλαμβάνουμε ὅλη τὴν εὐθύνη καὶ ἀποφεύγουμε τὶς δικαιολογίες καὶ τὰ μισόλογα.
β. Δὲν ἀρχίζουμε ἱστορίες ὁλόκληρες καὶ ἐκτεταμένες περιγραφές. Εἴμαστε σύντομοι καὶ συγκεκριμένοι.
γ. Δὲν ἐξομολογούμαστε γενικὰ καὶ ἀόριστα (π.χ. «Εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός», ἢ «ὅλες τὶς ἁμαρτίες τὶς ἔχω κάνει»). Ἀναφέρουμε συγκεκριμένα σὲ τί βρεθήκαμε ἀνάξιοί της ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
δ. Δὲν ἀναφέρουμε τὰ καλά μας ἔργα καὶ τὶς (ἀνύπαρκτες) «ἀρετές» μας.
ε. Δὲν ἀναφέρουμε ἁμαρτίες ποὺ ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ (ἐκτὸς ἂν τὶς ἐπαναλάβαμε).
γ. Δὲν ἀποκρύπτουμε τίποτα, γιατὶ ἔτσι ἐμπαίζουμε τὸ μυστήριο.
Ὁ πνευματικός μας πατέρας, ἀφοῦ μᾶς ἀκούσει, θὰ μᾶς συμβουλεύσει καὶ θὰ μᾶς κατατοπίσει πῶς θὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ πῶς θὰ διορθώσουμε τὴν πορεία μας. Πιθανὸν νὰ μᾶς δώσει κάποιο ἐπιτίμιο. Αὐτὸ δὲν ἔχει χαρακτήρα τιμωρίας ἢ ἐξιλέωσης. Τὸ ἐπιτίμιο εἶναι πνευματικὸ φάρμακο καὶ πνευματικὸ ἀγώνισμα ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει ἀποτελεσματικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τὸ δεχόμαστε μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ νὰ τὸ τηροῦμε μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἀκρίβεια.
Στὸ τέλος ὁ πνευματικός μας θὰ μᾶς διαβάσει τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ ἔτσι θὰ ἀποκατασταθοῦμε πάλι στὸ πατρικὸ σπίτι, στὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας ἑτοιμάζει καὶ μᾶς παραθέτει οὐράνια τράπεζα. Μᾶς κάνει κοινωνοὺς τοῦ σώματος καὶ αἵματός Του. Μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας.
Πολλοὶ ρωτοῦν: «Κάθε πότε πρέπει νὰ ἐξομολογούμαστε»; Θὰ ἀπαντήσουμε πολὺ ἁπλά: Ὅποτε ἔχουμε κάτι. Οὔτε ἀραιὰ καὶ σπάνια, ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὸ παραμικρό. Ἂν π.χ. πέσουμε καὶ χτυπήσουμε καὶ τὸ τραῦμα εἶναι μικρό, δὲν χρειάζεται νὰ ἐνοχλήσουμε τὸν γιατρό. Ἂν τὸ τραῦμα εἶναι μεγάλο, τότε ἀσφαλῶς θὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε.
Ἀφοῦ, λοιπόν, τὰ καθημερινὰ ἁμαρτήματα δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ τὰ ἀποφύγουμε, θὰ προσπαθήσουμε νὰ ζοῦμε σὲ συνεχῆ μετάνοια καὶ τακτικὴ ἐξομολόγηση. Χρονικὲς συνταγὲς δὲν ὑπάρχουν. Ὁ καθένας ἔχει τὴν ἰδιαιτερότητά του, τὶς δικές του ἀνάγκες καὶ μποροῦμε μὲ τὸν πνευματικό μας πατέρα νὰ βροῦμε τὴν χρυσὴ τομή.
Τέλος ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας ἀτέλειωτος δρόμος, μιὰ διαρκὴς κατάσταση, ποὺ δὲν σταματάει ποτέ. Δὲν ὑπάρχει τέλος στὴ μετάνοια, γιατί τοῦτο θὰ σήμαινε τέλεια ὁμοίωση μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι ἔζησαν οἱ ἅγιοι τῆς ἐκκλησίας μας. Ἔτσι ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὴν ζήσουμε καὶ ἐμεῖς. Αὐτὴ ἂς εἶναι καὶ ἡ προσευχή μας: «Κύριε, δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον καὶ καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν σου».